-
1 ταναός
ταναός (τείνω, τανύω), gestreckt, ausgedehnt, lang; αἰγανέη, Il. 16, 589, wo es zweier Endgn ist; ἀστάχυες, schlank, hoch, H. h. Cer. 454; αἰϑήρ, Eur. Or. 322; πλόκαμος, Bacch. 455; vom Feuer, Empedocl. 278. 283; sp. D.: δρῦς, Antiphil. 12 (IX, 71); γῆρας, Agath. 20 (V, 282); κλῖμαξ, 50 (IX, 853); ταναῇ ὀπὶ κεκλήγοντες, Qu. Sm. 12, 58.
-
2 ταναός
A outstretched, tall, taper,αἰγανέη Il.
l.c.; ;πῦρ.., ὅσον -ώτερον ἦεν Emp.84.11
, cf. ib.5; πλόκαμος τ. long flowing locks, E.Ba. 455, cf. 831; τ. αἰθήρ outspread ether, Id.Or. 322 (lyr.), Men.Sam. 111;ἀήρ Q.S.1.681
; τ. γῆρας long old age, AP5.281 (Agath.), cf. 11.389 (Lucill.);ὄρνις Opp.C.1.51
; ταναῇ ὀπί with loud voice, Q.S.12.58; τ. χείλεα, of a gadfly, Id.11.209.
См. также в других словарях:
ταναός — και ταναδός, ή, όν, θηλ. και ταναός, Α 1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.) 2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.) 3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.) 4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.) 5. πλατύς («ταναὰ χείλεα»,… … Dictionary of Greek